- φοινικαῖος
- φοινικαῖοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικαίος — ο, Α (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοινίκη, προσωνυμία τής Αθηνάς στην Κόρινθο + κατάλ. αῖος*, λόγω τού ότι ο μήνας ήταν αφιερωμένος στη θεά] … Dictionary of Greek
φοινικαῖοι — φοινικαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)